Και ας ξεκινήσουμε από την πρώτη ύλη: Το 1/3 περίπου του βιοντίζελ που χρειάζεται η χώρα πρέπει να προέρχεται από ελληνικές ενεργειακές καλλιέργειες, σύμφωνα με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Αντ' αυτού, με διάφορες επινοήσεις, το 70% του 1/3 εισάγεται από τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, πολλές βιομηχανίες βιοντίζελ συστηματικά παραπλανούν με "μαϊμούδες" συμβάσεις ενεργειακών καλλιεργειών τις υπηρεσίες. Αυτό αποδεικνύεται από τα στοιχεία του ΟΣΔΕ:Για το 2009 υπεβλήθησαν στο τέως υπουργείο Ανάπτυξης συμβάσεις ελληνικών ενεργειακών καλλιεργειών επικυρωμένες από τις κατά τόπους διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης 430.000 στρέμματα. Αντί αυτού, στον ΟΠΕΚΕΠΕ υπεβλήθησαν μόνον 235.000 στρέμματα!
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι κατ' έτος μέχρι και σήμερα οι συναρμόδιες πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομικών παραβίαζαν συστηματικά τη νομοθεσία που οι ίδιοι είχαν θεσπίσει, μοιράζοντας την κατανομή στις βιομηχανίες χωρίς σαφή κριτήρια, με αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και χωρίς να ελέγχουν ποιοι πήραν ηλιόσπορο ή ελαιοκράμβη από ελληνικά χωράφια και ποιοι απλά εισήγαγαν φθηνό βιοντίζελ, για να το πουλήσουν υπερτιμολογημένο στα διυλιστήρια.
Μερίδιο ευθύνης έχουν και τα διυλιστήρια, που κρατούν χαμηλά την τιμή του βιοντίζελ, το οποίο αντιμετωπίζουν ωσάν το πετρέλαιο, με αποτέλεσμα να μην είναι βιώσιμη μία βιομηχανία βιοντίζελ εάν αποφασίσει να στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο στις ελληνικές ενεργειακές καλλιέργειες για την προμήθεια πρώτης ύλης.
Το θέμα είναι απλό: Η εισαγωγή χιλιάδων τόνων ηλιόσπορου ή βιοντίζελ είναι τελείως αντίθετη με τη λογική της "πράσινης ανάπτυξης", λόγω των ρύπων που εκπέμπονται από τη μεταφορά τους. Άρα, όποιος πιστεύει ότι με το παρόν σύστημα προσφέρεισ την προστασία του περιβάλλοντος είναι γελασμένος και πρώτο το νεότευκτο υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Σύμφωνα με την ποσόστωση που έχει οριστεί από την Κοινότητα, η Ελλάδα για το έτος 2009 θα χρειασθεί 182.000 χιλ/τρα βιοντίζελ. αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί σε 550.000 μετρικούς τόνους ελαιούχων σπόρων ή περίπου 2.200.000 στρέμματα.
Η πραγματική απόδοση σε λάδι των στυρεμμάτων που δηλώθηκαν στον ΟΠΕΚΕΠΕ (235.000) υπολογίζεται να είναι περί τα 19.000 χιλ/τρα. Όλα τα υπόλοιπα βιοκαύσιμα θα εισαχθούν από τρίτες χώρες είτε ως αυτούσια λάδια, είτε υπό τη μορφή ελαιούχων σπόρων προς επεξεργασία.
Εάν η Ελλάδα επιθυμεί με τις ενεργειακές καλλιέργειες να διασφαλίσει σαφές περιβαλλοντικό όφελος, θα πρέπει να κατανοήσει ότι η περιβαλλοντική αυτή ωφέλεια έχει κόστος. Και όταν λέμε κόστος εννοούμε ικανοποιητικές τιμές για τους αγρότες, με αντίστοιχους ελέγχους από το - ευτυχώς μόνο - ένα αρμόδιο υπουργείο.
Τα βιοκαύσιμα αντέχουν στην κρίση
Μπορεί το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης να συνδέθηκε με το «πάγωμα» της ανάπτυξης πολλών παραγωγικών κλάδων, δε συνέβη το ίδιο, όμως, και με τα βιοκαύσιμα. Σε καθαρά εμπειρικό επίπεδο, βέβαια, αυτό δε συνιστά έκπληξη, καθώς η ζήτηση για πιο «καθαρές» μορφές ενέργειας εξακολουθεί να φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ και όλες οι σχετικές προβλέψεις την παρουσιάζουν αυξημένη τόσο για το άμεσο όσο και για το μακροπρόθεσμο μέλλον.
Πλέον, όμως, αποδεικνύεται και μέσα από αριθμούς και, πιο συγκεκριμένα, από τους αριθμούς που παρατίθενται σε πρόσφατη έκθεση της Credit Agricole την οποία δημοσιεύει το capital.gr. Σύμφωνα με αυτή, λοιπόν, και παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, ο κλάδος των βιοκαυσίμων ήταν ένας από τους λίγους που συνέχισαν να σημειώνουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2008 και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, θα συνεχίσουν να το κάνουν, έστω και σε χαμηλότερο βαθμό, και το 2009.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι τόσο η παραγωγή αιθανόλης (υποκατάστατου του πετρελαίου που παράγεται από τη ζάχαρη ή τα δημητριακά) όσο και του βιοντίζελ, που παράγεται από φυτικά έλαια, συνέχισε να αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς το 2008. Το ποσοστό 36% στην αύξηση της συνολικής παραγωγής για την περυσινή χρονιά εντυπωσιάζει και έρχεται ως συνέχεια της αύξησης κατά 30% που σημειώθηκε μεταξύ των ετών 2007 και 2006.
Ύστερα από αυτά, είναι λογικό η φετινή πρόβλεψη για αύξηση της τάξης του 8% να μοιάζει «φτωχή», δεν παύει, ωστόσο, να παραμένει σε θετικό πρόσημο και, κυρίως, να βρίσκεται ξανά κοντά σε διψήφιο νούμερο.
Δεδομένων των συνθηκών, λοιπών, τα νούμερα παραμένουν ενθαρρυντικά και ενδεικτικά των προοπτικών των βιοκαυσίμων. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι λείπουν τα προβλήματα. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι η κρατική ενίσχυση μοιάζει σήμερα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ, ακόμα και από τότε που ο κλάδος βρισκόταν στα πρώτα του «βήματα».
Όμως, όπως επισημαίνει η έκθεση της Credit Agricole, μια τέτοια ενίσχυση κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να θεωρηθεί, δεδομένης της χρηματοδοτικής στενότητας της εποχής. Παράλληλα, υπάρχει κι ένα εντεινόμενο κύμα αμφισβήτησης για την σκοπιμότητα στήριξης του συγκεκριμένου κλάδου.
Οι προβληματισμοί
Τα προβλήματα, πάντως, εμφανίζονται …ισομερώς κατανεμημένα ανάμεσα στις τρεις παραγωγικές ζώνες βιοκαυσίμων του κόσμου. Αρχίζοντας από τις ΗΠΑ, τουλάχιστον 25 από τις συνολικά 193 μονάδες παραγωγής έχουν διακόψει τη λειτουργία τους, ενώ ακόμη 28 ανήκουν σε εταιρείες που ήδη έχουν αιτηθεί υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, στη Βραζιλία πολυάριθμες εταιρείες του κλάδου λειτουργούν με ζημία, ενώ στην Ευρώπη -που είναι και ο μεγαλύτερος παραγωγός βιοκαυσίμων- το 50% περίπου της παραγωγικής δυναμικότητας έμεινε αναξιοποίητο το 2009, σύμφωνα με στοιχεία του European Biodiesel Board (EBB).
Όπως διαπιστώνει η Credit Agricole, το πρώτο πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι οι τιμές πώλησης μετά βίας καλύπτουν το κόστος παραγωγής. Από τα μέσα του 2008 οι τιμές έχουν υποχωρήσει σημαντικά, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις τιμές του πετρελαίου. Παράλληλα, πτώση σημείωσαν και οι τιμές των πρώτων υλών. Αυτές, όμως, δείχνουν να επανέρχονται σε ανοδική πορεία ήδη από τις αρχές του 2009, με τις τιμές της αιθανόλης και του βιοντίζελ να διατηρούνται σχεδόν αμετάβλητες. Και αυτό ισχύει και για τις τρεις κύριες «ζώνες» παραγωγής.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό της ρευστότητας και επιδεινώθηκε λόγω της παγκόσμιας κρίσης. Έχοντας στο ενεργητικό της «βαριές» και κοστοβόρες επενδύσεις, η βιομηχανία της αιθανόλης δείχνει εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι σε αυτό το ζήτημα, τις συνέπειες του οποίου, αξίζει να σημειωθεί, βιώνει ακόμα πιο έντονα η Βραζιλία λόγω και της υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος.
Το ευνοϊκό περιβάλλον του 2006 μοιάζει να αποτελεί μακρινό παρελθόν, σχολιάζει η Crédit Agricole, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η παγκόσμια κρίση δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος σχετίζονται περισσότερο με την πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ποσότητες που καταναλώνοντας σε ΗΠΑ και Ευρώπη δεν υπερβαίνουν τις ποσοστώσεις που προβλέπουν οι κυβερνήσεις. Την ίδια στιγμή, η παραγωγική δυναμικότητα στις ΗΠΑ έχει ήδη φτάσει στα επίπεδα της προβλεπόμενης κατανάλωσης το 2012. Στην Ευρώπη, η Γερμανία έχει περιορίσει τα φορολογικά κίνητρα κι έτσι έχει περιοριστεί, έστω και προσωρινά, η δυνατότητα «απορρόφησης» της παραγωγής, ενώ η Βραζιλία, που υπολόγιζε να στηριχθεί στις εξαγωγές, αντιλαμβάνεται πλέον ότι ο στόχος αυτό είναι δυσκολότερος απ’ όσο αρχικά είχε εκτιμηθεί. Και οι ΗΠΑ, που εξήγαγαν στην Ευρώπη αιθανόλη από επιδοτούμενες παραγωγές σόγιας, βρέθηκαν τελικά αντιμέτωπες με δασμούς anti-dumping.
Ζητούμενο η ανταγωνιστικότητα
Τα βιοκαύσιμα απέχουν επίσης πολύ ακόμα από το να γίνουν οικονομικά ανταγωνιστικά. Ακόμη κι αν δεν ληφθεί υπόψη η διαφορά ενεργειακής αποδοτικότητας (που στην περίπτωση της αιθανόλης είναι μεγάλη, καθώς η ενεργειακή της αξία αντιστοιχεί μόλις στο 62% του πετρελαίου), η διαφορά μεταξύ των τιμών του αργού και των αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή βιοκαυσίμων δεν είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να προσφέρει τα απαραίτητα περιθώρια για την κάλυψη του κόστους.
Έτσι οι κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει στη θέσπιση φορολογικών κινήτρων και άλλων μέτρων για να δώσουν μία διέξοδο στον κλάδο, το τελικό κόστος της οποίας, όμως, επωμίζονται σε τελική ανάλυση δια της μετακύλισης οι φορολογούμενοι και οι καταναλωτές.
Οι προοπτικές
Πρόσφατα, οι συνθήκες για τη βιωσιμότητα του κλάδου έχουν βελτιωθεί ελαφρά, με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και την προβλεπόμενη αύξηση της ζήτησης για καύσιμα λόγω της παγκόσμιας ανάκαμψης. Επίσης, οι τιμές των δημητριακών δεν προβλέπεται να αυξηθούν στο άμεσο μέλλον, αλλά για τα φυτικά έλαια αυτό δεν μοιάζει και τόσο σίγουρο. Οι παραγόμενοι όγκοι εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, βρίσκοντας στήριξη στο υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο, που δείχνει να γίνεται ακόμα πιο ευνοϊκό: Μία Ευρωπαϊκή Οδηγία από τον Απρίλιο του 2009 ορίζει ως υποχρεωτικό στόχο το 10% στην κατανάλωση βιοκαυσίμων για τον κλάδο των μεταφορών έως το 2020, ενώ στις ΗΠΑ τα πρότυπα που έχουν τεθεί από το 2007 προβλέπουν αύξηση κατά 50% στην κατανάλωση συμβατικών βιοκαυσίμων έως το 2015, λαμβάνοντας ως έτος βάσης το 2009.
Η πτώση στην κατανάλωση βιοκαυσίμων στην Ευρώπη οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να περιορίσει τα φορολογικά κίνητρα. Και αυτό, τόσο λόγω του κόστους τους, όσο και λόγω των αυξανόμενων αμφιβολιών για τα περιβαλλοντικά οφέλη της παραγωγής βιοκαυσίμων. Και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αναθεωρήσει καθοδικά τις σχετικές ποσοστώσεις, ακριβώς λόγω των αρνητικών αναφορών περί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Και η ίδια βιομηχανία των βιοκαυσίμων από την πλευρά της, αναφέρει η έκθεση της Crédit Agricole, θεωρεί ότι η βαρύτητα που δίδεται στις έμμεσες συνέπειες που σχετίζονται με την αποψίλωση των δασών αποτελεί ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του κλάδου.
Σε καθαρά οικονομικούς όρους, η ενίσχυση που έχει λάβει μέχρι σήμερα ο κλάδος έχει αποδειχθεί ανεπαρκής, καθώς η διαφορά των τιμών μεταξύ του αργού πετρελαίου και των πρώτων υλών για τα βιοκαύσιμα από το 2007και έπειτα δεν προσφέρει τα απαραίτητα περιθώρια.
Το ερώτημα παραμένει ως προς το κατά πόσον πρόκειται για ένα πιο γενικό, δομικό ενδεχομένως, πρόβλημα ή για αποτέλεσμα παρεμβάσεων στην αγορά. Η κρατική ανάμιξη είναι τελικά η μοναδική στήριξη του κλάδου, αλλά μόνο αν είναι εξαιρετικά ισχυρή μπορεί να εξασφαλίσει την ισορροπία του κλάδου, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Γαλλίας.
Στο μεταξύ, η αιτιολογική βάση για αυτή τη στήριξη τίθεται όλο και πιο έντονα εν αμφιβόλω και πρόκειται για ένα ερώτημα που θα μπορέσει να απαντηθεί πειστικά μόνο μετά το τέλος της κρίσης.
Η επανάσταση της βιοαιθανόλης
Το εναρκτήριο λάκτισμα για την «επανάσταση» της βιοαιθανόλης δε δόθηκε ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρώπη, αλλά …στη Βραζιλία το μακρινό 1973 και, μάλιστα, από ένα δικτάτορα, το στρατηγό Γκάιζελ. Υπό την πίεση της πετρελαϊκής κρίσης και του εμπάργκο του ΟΠΕΚ, o Γκάιζελ έβαλε τη χρονιά αυτή σε εφαρμογή ένα 30ετές πρόγραμμα υποκατάστασης της βενζίνης από αιθανόλη. Το πρόγραμμα περιλάμβανε γενναίες επιδοτήσεις και την χρηματοδότηση εργοστασίωνπαραγωγής αιθανόλης, την εκγατάσταση αντλιών αιθανόλης σε όλα τα πρατήρια καυσίμων της χώρας και, επιπλέον, φορολογικά κίνητρα για τα αλκοολοκίνηταοχήματα.
Με κάποια καθυστέρηση αλλά και με μπόλικη διάθεση να καλύψουν το χαμένο έδαφος μπήκαν αργότερα στο παιχνίδι και οι ΗΠΑ, όπου ειδικά από το 2000 και μετά η παραγωγή βιοαιθανόλης παρουσιάζει ραγδαία ανάπτυξη. Την εξαετία 2000-2006 η παραγωγή αυξήθηκε πάνω από 300%, ενώ συνολικά στο διάστημα από το 1981 έως το 2006 αυξήθηκε κατά 32 φορές περίπου φτάνοντας τα 18,4 δις λίτρα. Τη χρονιά αυτή, επίσης, (2006) οι ΗΠΑ εξοικονόμησαν, χάρηστηναιθανόλη, 11 δις. δολάρια από εισαγωγές πετρελαίου.
Το 2000 λειτουργούσαν στη χώρα 54 εργοστάσια βιοαιθανόλης, ενώ σήμερα βρίσκονται σε λειτουργία 130 και άλλα 84 είναι υπό κατασκευή.
Το 2008 το 17% της παραγωγής καλαμποκιού αξιοποιήθηκε από τη βιομηχανίαγια την παραγωγή 19 δις. λίτρων αιθανόλης, ενώ ο διακηρυγμένος στόχος τηςκυβέρνησης είναι τα 28 δις. λίτρα άμεσα και 40 δις. λίτρα στο εγγύςμέλλον.
Η Citigroup εκτιμά ότι η αμερικανική παραγωγή αιθανόλης θα αυξάνεται μεμέσοετήσιο ρυθμό 10,3% μέχρι το 2012.
Αυτή τη στιγμή, η Βραζιλία και οι ΗΠΑ έχουν αθροιστικά τη μερίδα του λέοντος, παράγοντας περίπου το 75% της αιθανόλης του πλανήτη. Το ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι ήδη έχουν τεθεί επί τάπητος προτάσεις για τη δημιουργία καρτέλ αιθανόλης από τις δύο χώρες στα πρότυπα του ΟΠΕΚ.
Την ίδια στιγμή, μεγαλύτερη μερίδιο από την ταχέως αναπτυσσόμενη αυτή αγορά ετοιμάζονται να διεκδικήσουν τόσο οι ασιατικές χώρες όσο και η Ρωσία. Στην πρώτη περίπτωση, Κίνα και Ινδία έχουν θέσει σε κίνηση τεράστια προγράμματα ανάπτυξης της βιομηχανίας αιθανόλης.
Όσον αφορά στη «ρωσική αρκούδα», η κυβέρνηση πρόσφατα εξήγγειλε ένα εξίσου μεγαλόπνοο πρόγραμμα ανάπτυξης του κλάδου, επιδοτώντας την κατασκευή 30 νέων εργοστασίων συνολικής ετήσιας δυναμικότητας 2.000.000 τόνων.
Σε οριακό σημείο ο κλάδος του βιοντίζελ
Μέχρι και με “λουκέτο” κινδυνεύουν ορισμένα εργοστάσια παραγωγής βιοντίζελ στην Ελλάδα, λόγω της πολύμηνης καθυστέρησης στην υπογραφή της Κοινής Υπουργικής Απόφασης για την κατανομή των ποσοστώσεων βιοντίζελ ανά βιομηχανία.
Άμεση θα είναι η επίπτωση σε χιλιάδες καλλιεργητές ενεργειακών φυτών, οι οποίοι έχουν συνάψει συμβόλαια με αυτά τα εργοστάσια και δεν θα μπορέσουν να εισπράξουν την τιμή για το προϊόν που έχουν παραδώσει από τον Μάιο (ελαιοκράμβη) και τον Αύγουστο (ηλίανθος).
Ήδη ο κλάδος ασφυκτιά, διότι όλα τα εργοστάσια βρίσκονται εκτός λειτουργίας, αφού δεν μπορούν να παραδώσουν το “στοκαρισμένο” βιοντίζελ από τη σοδειά του καλοκαιριού στα διυλιστήρια που παράγουν τη βενζίνη. Την ίδια ώρα, οι υποχρεώσεις για τις πληρωμές του προσωπικού και των αγροτών τρέχουν, αλλά σε περίοδο οικονομικής κρίσης έχει καταστεί δυσκολότερη η δανειοδότηση των επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης.
Εξάλλου, δεν είναι σίγουρο το πότε θα υπογραφεί η επίμαχη ΚΥΑ από τους τρεις συναρμόδιους υπουργούς. Βραχυκύκλωμα έχει προκαλέσει και το γεγονός ότι ο κλάδος του βιοντίζελ πρόκειται να περάσει στην αρμοδιότητα του νέου υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Το πρόβλημα είναι ότι έναν μήνα μετά τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης δεν έχει εκδοθεί ακόμα το Προεδρικό Διάταγμα, που θα προβλέπει ότι η παραγωγή βιοντίζελ ανήκει στη δικαιοδοσία της κυρίας Τίνας Μπιρμπίλη, με δύο πολύ σοβαρές συνέπειες:
- Να καταδικαστεί ένας ολόκληρος κλάδος σε μαρασμό πριν ακόμη ανθίσει.
- Να στεφθεί με μία αποτυχία η θητεία μιας υπουργού που, αν μη τι άλλο, κέρδισε τις πρώτες εντυπώσεις στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Κραυγή αγωνίας από τον πρόεδρο της ΕΝΑ Δράμας
Ένας από τους αγρότες που πίστεψαν στην ανάπτυξη της καλλιέργειας των ενεργειακών φυτών στην Ελλάδα ήταν και ο πρόεδρος της Ένωσης Νέων Αγροτών Δράμας, Χαράλαμπος Τόκος, ο οποίος έστειλε επιστολή στο AgroNews:
“Επιβεβαιώνονται οι Κασσάνδρες που λέγανε ότι οι ενεργειακές καλλιέργειες θα έχουν πρόβλημα.
Μετά από ενοχλήσεις πλήθους νέων αγροτών, εκφράζοντας ανησυχία για το μέλλον των νέων ενεργειακών καλλιεργειών, φοβάμαι ότι δικαιώνονται όσοι μιλούσαν για πρόβλημα με τις ενεργειακές καλλιέργειες.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τους μεταποιητές, όντως διαπιστώθηκε πρόβλημα, διότι χωρίς δική τους ευθύνη, τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά εδώ και καιρό.
Εκφράζουμε τη μεγάλη μας ανησυχία και πολύ φοβόμαστε ότι οι μεταποιητές αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην αποπληρωμή των προϊόντων μας, ενώ συγχρόνως αυτή γιγαντώνεται όταν σκεφτόμαστε τα χιλιάδες στρέμματα ενεργειακών καλλιεργειών που έχουν σπαρθεί για τη νέα χρονιά.
Χάνεται η ελπίδα που μας έμεινε για τις μοναδικές πια καλλιέργειες που έχουν στρεμματικό κέρδος.
Εάν, λοιπόν, σβήσει κι αυτή, θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στους δρόμους.
Ελπίζουμε η νέα κυβέρνηση να καταλάβει τον πόνο και τις δυσκολίες μας, φροντίζοντας η νέα αυτή ελπίδα να μην έχει την ίδια κατάληξη με αυτές του παρελθόντος.”
Η Cal West επιστρέφει
Σχέδια για τη δημιουργία έξι εργοστασίων βιοαιθανόλης στην Ελλάδα
Μπορεί το πρότζεκτ με την ΕΒΖ για τη μετατροπή των ζαχαρουργείων της Ξάνθης και της Λάρισας σε μονάδες παραγωγής βιοαιθανόλης να παραπέμφθηκε εδώ και αρκετούς μήνες στις ελληνικές καλένδες και τα δυο εργοστάσια να παραμένουν αυτή τη στιγμή σε αδράνεια -επιβαρύνοντας παράλληλα τον ισολογισμό της ΕΒΖ με 7,5 εκατ. ευρώ ετησίως έκαστο-, όμως στο διάστημα αυτό η Cal West Investment δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια.
Το ενεργειακό γκρουπ του Ελληνοαμερικανού (με καταγωγή από τη Λακωνία), James Kakridas βάζει πλώρη για την πρώτη, μετά από πολλά χρόνια, μεγάλη αμερικανική επένδυση στη χώρα μας, μια επένδυση που σκοπεύει να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος της αδιάθετης γεωργικής παραγωγής για την παραγωγή βιοαιθανόλης.
Το σχέδιο, όπως αποκαλύπτει στην εφημερίδα «Το Πρώτο Θέμα» ο συνεργάτης του κου Kakridas - και επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στο χώρο των κατεψυγμένων-, Xρ. Κοντόβερος- περιλαμβάνει την ανέγερση έξι εργοστασίων βιοαιθανόλης, αρχής γενομένης από την Καβάλα (όπου βρίσκεται και η εν Ελλάδι βάση του κου Kakridas), στην Ξάνθη, στο Κιλκίς, στην Ηλεία, στο Αγρίνιο και στην Αλεξανδρούπολη.
Ήδη η Cal West σε συνεργασία με την Easy Energy Systems έχει κάνει τα πρώτα βήματα για την δημιουργία της πρώτης μονάδας στην Καβάλα, την οποία μάλιστα φιλοδοξεί να θέσει σε λειτουργία μέχρι την άνοιξη του 2010. Το εργοστάσιο θα αξιοποιεί τεχνολογία που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και θα χρησιμοποιεί βιομάζες προερχόμενες από καλαμπόκι, σιτάρι, καρπούζι, σταφύλια και πορτοκάλια. Στόχος σε πρώτη φάση είναι η παραγωγή βιοαιθανόλης να φτάσει στα επίπεδα των 115 εκατ. λίτρων ετησίως.
Πέρα, όμως, από το καύσιμο, θα υπάρχει και η δυνατότητα κατασκευής πολλών παράγωγων προιόντων, όπως το corn plastic, πλαστικά, σακούλεςαπόκαλαμπόκι κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου