Των ΛΙΝΑΣ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ, ΗΛΙΑ ΚΑΝΤΑΡΟΥ απο τη Καθημερινή
Φωτογραφίες: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ, ΚΑΝΑΡΗΣ ΤΣΙΓΚΑΝΟΣ
Το πρόβλημα μοιάζει να είναι για… δυνατούς λύτες. Γιατί στα χαρτιά η χώρα μας μοιάζει να παράγει κάθε λογής αγροτικά και κτηνοτροφικά αγαθά βιολογικής προέλευσης, αλλά, ως εκ θαύματος, στα καταστήματα η συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων είναι εισαγόμενα; Τι συμβαίνει στη διαδρομή από το χωράφι στο ράφι; Η απάντηση είναι ότι η περίφημη ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας, την οποία πανηγυρίζει κάθε χρόνο το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ανακοινώνοντας την επέκταση του προγράμματος, είναι στην πραγματικότητα μια... φούσκα. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ στα μητρώα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων βρίσκονται εγγεγραμμένοι περίπου 25.000 παραγωγοί βιολογικών προϊόντων (αγρότες και κτηνοτρόφοι), μόνο οι 4.000 από αυτούς διοχετεύουν στην αγορά τα προϊόντα τους - με τον αριθμό τους να βαίνει μειούμενος. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η αυξανόμενη ζήτηση για βιολογικά προϊόντα εξακολουθεί να καλύπτεται κυρίως από το εξωτερικό: τα εισαγόμενα βιολογικά τρόφιμα αντιστοιχούν στο 57% της αγοράς, ενώ στα φρούτα και τα λαχανικά το ποσοστό ξεπερνά το 80%.
Κάντε κλικ για να δείτε: --> ΧΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΡΙΘΜΟ ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ
Επιδοτήσεις χωρίς έλεγχο
Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται ένα παρωχημένο και λίγο «ύποπτο» σύστημα επιδοτήσεων, στο οποίο βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου η πολιτική για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στη χώρα μας. Και αυτό γιατί, στην Ελλάδα, η επιδότηση δεν είναι συνδεδεμένη με το προϊόν. Ο παραγωγός μπορεί δηλαδή να εξασφαλίσει το συνολικό ποσό των χρημάτων χωρίς ποτέ να ελεγχθεί εάν πράγματι παράγει βιολογικά προϊόντα, καθώς για το κράτος αρκεί ένας παραγωγός να μη ρίχνει χημικά στο χωράφι του για να ονομαστεί βιοκαλλιεργητής και να ενταχθεί στο πρόγραμμα! Η πολιτική αυτή έχει στόχο δήθεν την προσπάθεια «εξυγίανσης» των εδαφών (αυτό τουλάχιστον απαντά σχεδόν μονότονα το αρμόδιο υπουργείο), δηλαδή την προστασία του περιβάλλοντος και μόνο σε δεύτερο επίπεδο την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ωστόσο, γνωρίζουν πολύ καλά πως, στην πραγματικότητα, το σύστημα αυτό ήταν ένας τρόπος να διοχετευτούν γρήγορα χρήματα στον αγροτικό κόσμο, μια τονωτική ένεση στον πολύπαθο παραγωγικό κλάδο. Ετσι η επιδότηση δίνεται με το στρέμμα. Βάσει του προγράμματος του 2005, τα ετήσια ποσά κυμαίνονται, ανάλογα με το προϊόν, από 33 ευρώ/στρέμμα (σιτηρά, αρωματικά) έως 90 ευρώ/στρέμμα (ελιές, αμπέλια, μηλοειδή, εσπεριδοειδή).
Πράγματι, στα «χαρτιά» πάμε καλά. Ο αριθμός των βιοκαλλιεργητών εκτοξεύθηκε -από 9.885 το 2004 σε 24.729 το 2007-, ενώ την ίδια περίοδο, οι βιολογικά καλλιεργούμενες εκτάσεις έφτασαν τα 3 εκατ. στρέμματα γης. Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία, φαίνεται πως μόνο έπειτα από κάθε νέα προκήρυξη προγράμματος επιδότησης σημειώνεται αύξηση στον αριθμό των βιοκαλλιεργητών. Μετά την προκήρυξη του προγράμματος επιδότησης του 2006, για παράδειγμα, σημειώθηκε αύξηση στις νέες εντάξεις βιοκαλλιεργητών της τάξης του 520%! Αυτό που συστηματικά αποκρύπτεται όμως είναι ότι, με τη λήξη του εκάστοτε πενταετούς προγράμματος επιδότησης, ένα μεγάλο μέρος των βιοκαλλιεργητών αποχωρεί μαζικά από τη βιολογική γεωργία. Ενδεικτικά, από το 2005 ώς το 2006, τα στρέμματα γης σε πλήρες βιολογικό στάδιο (δηλαδή οι εκτάσεις που έχουν «κλείσει» τριετία ως βιολογικές) μειώθηκαν κατά 40%. Συγκεκριμένα, η έκταση της βιολογικά καλλιεργούμενης γης μειώθηκε κατά 63,99% στα σιτηρά, 36% στα αρωματικά φυτά, 32% στα φρούτα, 32% στους ξηρούς καρπούς, 18% στο αμπέλι και 37% στις ελιές - δηλαδή σε μια σειρά από «βασικά» προϊόντα.
Κάντε κλικ για να δείτε: --> ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ - ΝΕΩΝ ΕΝΤΑΞΕΩΝ ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ
Στις «εύκολες» καλλιέργειες
Είναι σαφές ότι εκατοντάδες παραγωγοί εντάχθηκαν στο πρόγραμμα μόνο για να καρπωθούν τις επιδοτήσεις. Ανάμεσά τους αγρότες οι οποίοι θα εγκατέλειπαν το επάγγελμα και διαπίστωσαν ότι, χωρίς κόπο, θα μπορούσαν να ενισχύσουν το εισόδημά τους, αγρότες που ασχολούνται με τη συμβατική γεωργία, αλλά διατηρούν μποστάνι με «καθαρά» προϊόντα για την οικογένεια, άλλοι επαγγελματίες (ανάμεσά τους και πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι), οι οποίοι είχαν ένα «χωραφάκι» και αποφάσισαν να το εκμεταλλευτούν χωρίς να εμπορεύονται τα προϊόντα τους, πολλοί που έχουν εκτάσεις με παρατημένα λιόδεντρα κ.ο.κ. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι, μέχρι σήμερα, για να λάβει κανείς επιδότηση για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, δεν χρειαζόταν να είναι κατ' επάγγελμα αγρότης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι νεοεισερχόμενοι στο χώρο της βιολογικής γεωργίας καταπιάνονται με τις λεγόμενες «εύκολες» καλλιέργειες.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το μεγαλύτερο ποσοστό των βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων καταλαμβάνεται από δημητριακά (σκληρό σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, αραβόσιτος, μαλακό σιτάρι και σίκαλη), χορτοδοτικά φυτά (από τα οποία παράγονται ζωοτροφές) και ελαιόδεντρα. Αντίθετα, ελάχιστοι είναι εκείνοι που επιλέγουν «δύσκολες» καλλιέργειες, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά. Το πρόβλημα γίνεται πιο εμφανές το καλοκαίρι, όταν στα καταστήματα βιολογικών προϊόντων και στα σούπερ μάρκετ τα φρούτα και τα λαχανικά είναι κυρίως εισαγωγής. «Αν καταφέρετε να βρείτε καρότα και κολοκυθάκια ελληνικά, να έρθετε να μου πείτε πού!» δηλώνει χαρακτηριστικά στο ΟΙΚΟ ιδιοκτήτρια καταστήματος βιολογικών προϊόντων.
Ελλειψη δικτύων διανομής
Προφανώς, δεν «φταίνε» μόνο οι επιδοτήσεις. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα εγγενές πρόβλημα, λόγω του μικρού, κατακερματισμένου κλήρου. Ακόμη και οι παραγωγοί, με γνώσεις και μεράκι, που επιθυμούν να εμπορευτούν ως βιολογικά τα προϊόντα τους, αδυνατούν να τα διοχετεύσουν στην αγορά, διότι η παραγωγή τους είναι μικρή, συνήθως απομακρυσμένη, και δεν συμφέρει η μεταφορά της στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ετσι, πολλοί τα εμπορεύονται ως συμβατικά για να μην τους μείνουν αδιάθετα. Επίσης, η αδυναμία συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών για τη δημιουργία συνεταιρισμών που θα αναλάμβαναν τη διοχέτευση των προϊόντων στην αγορά, αποτελεί πρόσκομμα στην ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας. Οπως καταγγέλλουν οι συνειδητοποιημένοι βιοκαλλιεργητές, η έλλειψη δικτύων διανομής των προϊόντων αποτελεί το υπ' αριθμόν ένα εμπόδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους είκοσι παραγωγούς βιολογικού ρυζιού, μόνο οι τρεις καταφέρνουν να το εμπορεύονται ως βιολογικό.
Μια άλλη παράμετρο θέτει μιλώντας στο ΟΙΚΟ ο γενικός διευθυντής της εταιρείας διανομής βιολογικών προϊόντων ΣΕΒΙΣΕ κ. Κώστας Παύλου: «Τα ελληνικά προϊόντα θα έπρεπε να κυριεύουν την αγορά, όμως αυτό δεν συμβαίνει, κυρίως λόγω της έλλειψης δικτύων διανομής. Τα σούπερ μάρκετ, όμως, δεν διευκολύνουν την κατάσταση. Αντιμετωπίζουν τα βιολογικά προϊόντα όπως τα συμβατικά. Περιμένουν, για παράδειγμα, από τα βιολογικά μήλα να έχουν τις ίδιες προδιαγραφές με τα συμβατικά, ίδιο μέγεθος, στιλπνότητα κ.λπ. Αν και τα βιολογικά δεν χαρακτηρίζονται από την ομοιομορφία τους, τα σούπερ μάρκετ την απαιτούν από τους παραγωγούς, γεγονός που ανεβάζει ακόμη περισσότερο το κόστος. Γι' αυτό, τελικά, εισάγουν. Ωστόσο, ο Ελληνας παραγωγός που τόλμησε να μπει στη βιολογική «περιπέτεια» συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος και στην ανάπτυξη των ποιοτικών προϊόντων. Θα πρέπει να βοηθηθεί και όχι να πολεμάται».
Πλασματικοί οι αριθμοί
Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο - και το «παραδέχονται» μιλώντας στο ΟΙΚΟ και οι αρμόδιοι της Διεύθυνσης Βιολογικής Γεωργίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων: οι αριθμοί που πιστοποιούν την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στη χώρα είναι πλασματικοί. «Υπάρχει, πράγματι, μεγάλος αριθμός παραγωγών που μπαίνουν στο πρόγραμμα αποκλειστικά και μόνο για την επιδότηση», αναφέρει στέλεχος του υπουργείου. «Τα βασικά κίνητρα όσων εντάσσονται στο πρόγραμμα είναι η οικονομική ενίσχυση που λαμβάνουν και η ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων τους, με στόχο να πετύχουν καλύτερες τιμές και ευκολότερη διάθεση στην αγορά. Στην πράξη όμως, λόγω του μικρού κλήρου, της μεγάλης διασποράς των βιοκαλλιεργητών, της αδυναμίας του «συνεργάζεσθαι» και της έλλειψης των κατάλληλων δικτύων διανομής, μεγάλο μέρος των βιοκαλλιεργητών, μόλις περάσει ο υποχρεωτικός χρόνος παραμονής στο πρόγραμμα επιδότησης της βιολογικής γεωργίας (υπογράφεται πενταετής σύμβαση), εφόσον δεν έχουν βρει διεξόδους για την προώθηση των προϊόντων τους, αποχωρούν από τη βιολογική γεωργία».
ΡΑΦΙΑ ΓΕΜΑΤΑ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΑ
Το ΟΙΚΟ βγήκε στην αγορά, για να δει από πρώτο χέρι την πραγματικότητα που βιώνουν οι καταναλωτές. Μια βόλτα σε εξειδικευμένα καταστήματα αλλά και στις βιολογικές γωνιές των μεγάλων σούπερ μάρκετ ήταν αρκετή για να επιβεβαιώσει πως η συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων που διατίθενται είναι εισαγωγής. Μολονότι, ανάλογα με την περίοδο, οι ελλείψεις είναι διαφορετικές, κατά κανόνα τα ελληνικά είδη που λάμπουν διά της απουσίας τους από τα ράφια είναι τα όσπρια, οι πατάτες, τα καρότα, τα μήλα, τα αχλάδια, τα κρεμμύδια, τα σκόρδα, το ρύζι, τα λεμόνια, τα πορτοκάλια, τα κολοκύθια και πολλά άλλα κηπευτικά.
Τεράστιες είναι οι ελλείψεις επίσης στα γαλακτοκομικά, αφού το 80-90% του γάλακτος έρχεται απ' έξω, ενώ περίπου το ίδιο είναι και το ποσοστό των εισαγόμενων γιαουρτιών. Το 80% των χυμών στα ελληνικά ράφια είναι ξένοι, παρότι στο παρελθόν υπήρχε παραγωγή από την Κρήτη. Το 80% των ντοματοπολτών έρχεται επίσης από το εξωτερικό, ενώ ελάχιστο είναι το ποσοστό των ελληνικών οσπρίων, πρόβλημα που υπάρχει και στα συμβατικά. Λείπουν επίσης ελληνικά μέλια, σοκολάτες, μούσλι και πρωινά, γλυκά, μπισκότα και αρτοσκευάσματα. Ευτυχώς, τουλάχιστον προς το παρόν, στα βιολογικά καταστήματα κυριαρχούν απόλυτα το ελληνικό λάδι και οι ελιές. Για να καλύψουν το εμφανές κενό στα υπόλοιπα, πολλά καταστήματα βιολογικών προϊόντων γεμίζουν τις προθήκες τους με παραδοσιακά προϊόντα, εγχώρια μεν, αλλά όχι βιολογικά.
Η πρόταση του ΟΙΚΟ
Με δεδομένο ότι το ζητούμενο είναι η ενίσχυση των βιοκαλλιεργητών και η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στη χώρα μας, απαιτείται η άμεση λήψη πέντε συγκεκριμένων μέτρων.
1 Σύνδεση της επιδότησης με το προϊόν. Στόχος είναι ο αποκλεισμός των αγροτών που μπαίνουν στη βιολογική γεωργία μόνο για την επιδότηση. Με απλά λόγια, για να επιδοτηθεί κάποιος, θα πρέπει να προσκομίζει παραστατικά ότι τουλάχιστον μέρος της παραγωγής του διατέθηκε ως βιολογική.
2 Διευκόλυνση στη δημιουργία τοπικών αγορών βιοκαλλιεργητών, ώστε οι μικροί παραγωγοί που δεν μπορούν να φτάσουν τα δίκτυα διανομής να διαθέτουν τα προϊόντα τους στις τοπικές κοινωνίες.
3 Εισαγωγή των βιολογικών προϊόντων, με τη στήριξη της πολιτείας, σε νοσοκομεία, σχολεία, οίκους ευγηρίας, κ.α.
4 Ενταξη των βιολογικών προϊόντων στα μενού των μεγάλων τουριστικών μονάδων, έτσι ώστε οι ξένοι επισκέπτες να τα γνωρίσουν και να τα αναζητήσουν όταν επιστρέψουν στη χώρα τους.
5 Ουσιαστικότερη υποστήριξη από την πολιτεία στις διεθνείς εκθέσεις του εξωτερικού των ελληνικών βιολογικών προϊόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου