Του Παντελή Μήτσιου
Στο φλέγον και πάντα επίκαιρο ζήτημα της διαχείρισης του νερού στη Θεσσαλία και όχι μόνο, εκ των πραγμάτων το κομμάτι που κατέχει την κορυφαία θέση είναι αυτό της διαχείρισης των ποσοτήτων νερού που κατευθύνονται στη γεωργία. Όχι άδικα, καθώς η γεωργία δαπανά ποσότητες που συχνά ξεπερνούν κατά πολύ το 80% της συνολικής ζήτησης. Συνεπώς, η οποιαδήποτε προσπάθεια εξοικονόμησης νερού ή περιορισμού της κατανάλωσης ή της σπατάλης δεν μπορεί παρά να στραφεί αντίστοιχα και κατά προτεραιότητα προς την άρδευση.
Αναζητώντας λύσεις ή προτάσεις για την εξοικονόμηση και την ορθολογική διαχείριση των υδατικών αποθεμάτων, θα παραβλέψω τα «δημοφιλή» περί μεθόδων άρδευσης, περί υδροβόρων αρδευόμενων καλλιεργειών ή περί περιορισμού των αρδευόμενων εκτάσεων και θα σταθώ στο κομμάτι των υποδομών. Όχι γιατί θεωρώ τα παραπάνω υποδεέστερα ή μικρότερης σημασίας – κάθε άλλο – αλλά γιατί οι υποδομές χωρικά και χρονικά προηγούνται των παραπάνω.Σε ένα τυπικό και σχηματικό «σύστημα» άρδευσης υπάρχει η «αποθήκη» νερού που μπορεί να είναι λίμνη, ταμιευτήρας, ποτάμι, υπόγειος υδροφορέας ή άλλο. Υπάρχει επίσης ο χώρος «κατανάλωσης» νερού, το χωράφι. Η κατανάλωση μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους: με κατάκλιση, με αυλάκια, με πύραυλο, σταγόνα –σταγόνα, υπεδάφια ή διαφορετικά. Υπάρχει ακόμα ο καταναλωτής, το φυτό. Ο σύνδεσμος ανάμεσα στην αποθήκη και στον καταναλωτή είναι τα αρδευτικά δίκτυα μεταφοράς και διανομής του νερού, είναι αυτό που ονόμασα στην αρχή υποδομές.
Στη Θεσσαλία το δίκτυο των υποδομών είναι πολυδαίδαλο, πολύπλοκο και ανομοιογενές. Παρατηρεί κανείς δίκτυο τάφρων με επένδυση σκυροδέματος σε πολύ μικρές περιοχές, κυρίως στην Δυτική Θεσσαλία και στο τμήμα όπου προβλεπόταν κάποτε να αρδεύεται από τα νερά της Λίμνης Ν. Πλαστήρα. Παρατηρεί μικρού μήκους δίκτυα υπόγειων αγωγών διανομής νερού κρατικών γεωτρήσεων ή συλλογικών δικτύων ή δίκτυα πολλών χιλιομέτρων επιφανειακών αγωγών. Τέλος, παρατηρεί ένα δίκτυο τάφρων διαφόρων διατομών χωμάτινων το οποίο είτε είναι αυτοτελές αρδευτικό έργο είτε είναι αποστραγγιστικό.
Εάν εξαιρέσουμε τα υπόγεια δίκτυα, που είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό στο σύνολο και από τα οποία οι απώλειες είναι μηδαμινές, σε όλες τις υπόλοιπες υποδομές μεταφοράς νερού άρδευσης τα περιθώρια περιορισμού της σπατάλης είναι τεράστια. Σε μια σοβαρή προσέγγιση του ζητήματος «νερό» κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραβλέψει το κομμάτι υποδομές.
Έτσι, στα δίκτυα επιφανειακών αγωγών, οι σπατάλες έγκεινται συνήθως:
• σε προβλήματα απωλειών από συχνές βλάβες λόγω ταχείας διάβρωσης των σωλήνων. Τα επιφανειακά δίκτυα είναι εκτεθειμένα τόσο σε περιβαλλοντικές επιδράσεις και μετεωρολογικά φαινόμενα όσο και στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Το παραπάνω σε συνδυασμό με την παλαιότητα των περισσοτέρων οδηγεί σε συχνές και μεγάλες απώλειες.
• Σε προβλήματα απωλειών στις ενώσεις των σωληνώσεων που συχνά και για διάφορους λόγους «ξεκουμπώνουν» και σημαντικές ποσότητες νερού χάνονται μη παραγωγικά.
Στα δίκτυα των χωμάτινων τάφρων οι απώλειες οφείλονται:
• Στην εξάτμιση. Ειδικά στις κλιματικές συνθήκες του Θεσσαλικού θέρους οι απώλειες μπορεί να φτάσουν κατά περίπτωση σε πολύ υψηλά ποσοστά.
• Στην κατείσδυση στο έδαφος πριν το νερό φτάσει στις καλλιέργειες.
Τέλος, στα επενδυμένα δίκτυα οι απώλειες περιορίζονται μόνο στην εξάτμιση.
Δεν γνωρίζω εάν έχει γίνει προσπάθεια ποσοτικού προσδιορισμού των απωλειών αυτών στα δίκτυα ούτε αν έχει εκτιμηθεί από κανέναν το όφελος από τον περιορισμό τους. Επιβάλλεται όμως η προσπάθεια εκσυγχρονισμού των υποδομών και για έναν επί πλέον λόγο που έχει να κάνει και με το κόστος της αγροτικής παραγωγής: Τα χρήματα που δαπανώνται για την επιδιόρθωση των σωληνώσεων αλλά κυρίως για την άντληση του νερού από τις τάφρους επιβαρύνουν σημαντικά τον προϋπολογισμό των αγροτών και την τιμή αντίστοιχα πολλών αγροτικών προϊόντων. Φυσικά, επηρεάζουν και το αγροτικό εισόδημα.
Η ελλιπής λειτουργικότητα των αρδευτικών δικτύων πολλές φορές αναιρεί στην πράξη ή υποβαθμίζει τα οφέλη από την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής όπως για παράδειγμα λιμνοδεξαμενών ή ταμιευτήρων.
Είναι απαραίτητο λοιπόν να δρομολογηθούν διαδικασίες εκσυγχρονισμού των αρδευτικών δικτύων. Η προσπάθεια μπορεί να ξεκινήσει από την καταγραφή τους σε όλη την έκταση της λεκάνης απορροής του Πηνειού και την αξιολόγηση της κατάστασής τους. Στη συνέχεια, να μελετηθεί σε ποια από τα υπάρχοντα απαιτούνται παρεμβάσεις και που επιβάλλεται η κατασκευή νέων. Αφού στη συνέχεια γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε τα έργα αυτά να ενταχθούν σε προγράμματα χρηματοδότησης από κοινοτικούς ή και εθνικούς πόρους, να ξεκινήσει η κατασκευή τους. Η καλύτερη λύση φαίνεται να είναι η κατασκευή ενός το δυνατόν ευρύτερου δικτύου υπόγειων αγωγών μεταφοράς νερού. Εάν στο δίκτυο αυτό ενσωματωθούν και μετρητές κατανάλωσης για την δικαιότερη κατανομή των τελών άρδευσης, μπορεί κανείς να μιλά για βήματα μπροστά στην αγροτική παραγωγή. Τέλος, το όλο εγχείρημα θα μπορούσε να συμπληρωθεί με την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των φορέων διαχείρισης των αρδευτικών έργων, των γνωστών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ώστε αυτοί να καταστούν πραγματικοί αρωγοί και υπηρέτες της αγροτικής οικονομίας, θα μπορούμε να μιλάμε για μια πραγματική μικρή μεταρρύθμιση στον κάμπο.
Τα παραπάνω, στα πλαίσια ενός ενιαίου φορέα διαχείρισης υδάτων αλλά και έργων, μπορούν να λειτουργήσουν σαν μοχλός ανάπτυξης της περιοχής.
Το ζήτημα του περιορισμού της σπατάλης νερού αλλά και του κόστους παραγωγής αγροτικών προϊόντων συνδέονται πολλαπλά και πολλές φορές η αντιμετώπιση του ενός επηρεάζει και το άλλο. Όσοι νοιάζονται πραγματικά για την αγροτική οικονομία και το περιβάλλον θα πρέπει να σκύψουν με προσοχή στα προβλήματα και να δώσουν άμεσα τις πολλές φορές αυτονόητες και προφανείς λύσεις. Ειλικρινής διάλογος χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς ιδεοληψίες και χωρίς κορώνες και κραυγές απαιτείται.
Αρθρο μου, από την σελίδα "Οικολογία" της εφημερίδας "ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΗΧΩ" φύλλο Κυριακής 6 Δεκέμβρη 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου